πολύπολις

πολύπολις
-εως και ιων. τ. -ιος και επικ. τ. πολύπτολις, ὁ, ἡ, Α
1. (για θεό) αυτός που έχει πολλές πόλεις, που είναι πολιούχος σε πολλές πόλεις
2. (για πόλη) αυτή που απαρτίζεται από πολλές συνοικίες, μεγαλούπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + πόλις / πτόλις (πρβλ. δικαιό-πολις, μεγαλό-πολις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύπολις — with many cities fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπολιν — πολύπολις with many cities fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπτολις — όλεως, ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. πολύπολις …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • πολυπόλεως — πολυπόλεω̆ς , πολύπολις with many cities fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”